σισανές

σισανές
ο шомпольное ружьё

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σισανές" в других словарях:

  • σισανές — ο, Ν στρ. εμπροσθογεμές ντουφέκι τού 18ου και 19ου αιώνα, με κάννη αρχικά εξαγωγικής διατομής, η οποία μεταγενέστερα εξελίχθηκε σε ραβδωτή κυλινδρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • σισανές — ο πληθ. έδες (λ. περσ.), είδος όπλου που γεμίζει από μπροστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • şişanea — şişaneá, şişanéle, s.f. (înv. şi reg.) puşcă lungă arnăuţească. Trimis de blaurb, 09.02.2007. Sursa: DAR  şişaneá ( éle), s.f. – Muschetă. – var. şuşanea. tc. (per.) şeşhane (Şeineanu, II, 338; Lokotsch 1864), cf. ngr …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»